- παρόρνιθας
- πάρορνιςhaving ill omensmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάρορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α δυσοίωνος («ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄρνις (πρβλ. δύσ ορνις)] … Dictionary of Greek